Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὴν νίκην

См. также в других словарях:

  • побѣда — ПОБѢД|А (259), Ы с. 1.Победа: и велиѥ сърѣтениѥ бысть имъ. ѿ живѹщиихъ тѹ воѥводъ ѿ ц҃рѧ и ѿ кнѧзь. ˫ако побѣдѹ створьшемъ. ЧудН XII, 66г; ˫арославъ же пришьдъ и се де кыѥвѣ ѹтьръ пота съ дрѹжиною своѥю. паказа˫а [так!] побѣдѹ и трѹдъ великъ по… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… …   Dictionary of Greek

  • Κύρου — Επώνυμο οικογένειας δημοσιογράφων και εκδοτών. 1. Άδωνις (Λευκωσία 1872 – Αθήνα 1918). Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ νέος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ИЕРОНИМ I — [греч. ῾Ιερώνυμος; в миру Иероним Коцонис, греч. ῾Ιερώνυμος Κοτσώνης] (1905, с. Истерния, о в Тинос, Греция 15.11.1988, там же), архиеп. Афинский и всей Эллады (1967 1973). Происходил из бедной семьи; отец И. моряк, скончался за 3 месяца до его… …   Православная энциклопедия

  • List of fraternity and sorority mottos — This is a list of open or public mottos and mission statements of fraternities and sororities, categorized by the organizations to which they belong. It should be noted that most of the mottos which follow are public mottos and, sometimes, little …   Wikipedia

  • μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИАДИС — Н. Василиадис Н. Василиадис [греч. Βασιλειάδης] Николаос Панайотис (род. 1927, дер. Ахна, Кипр), видный совр. греч. богослов, проповедник и публицист. В 1953 г. окончил Богословский фак т Афинского ун та. Член Православного миссионерско… …   Православная энциклопедия

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»